“Πώς μαθαίνουν τα Ελληνόπουλα ξένες γλώσσες;” Η απάντηση στο ερώτημα αυτό δίνει χρήσιμες πληροφορίες για τον σχεδιασμό και την ανάπτυξη της εκπαιδευτικής ύλης. Η εισαγωγή της διδασκαλίας της ξένης γλώσσας στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση έχει δώσει τη δυνατότητα και την ευκαιρία σε ερευνητές να μελετήσουν τις διαφορές ανάμεσα σε μαθητές μικρής ηλικίας. Συγκεκριμένα, το ενδιαφέρον των ερευνητών έχει επικεντρωθεί στους τρόπους με τους οποίους οι διαφορές αυτές επιδρούν στις επιδόσεις των μαθητών στην ξένη γλώσσα. Τέτοιες διαφορές παρατηρούνται στον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζουν τη γλώσσα, στα κίνητρα για την εκμάθησή της , στις πεποιθήσεις τους για το πώς πρέπει να τη μαθαίνουν, στα προσωπικά τους «στυλ» μάθησης.

Στόχος της εργασίας με τίτλο «Identifying young learners’ learning styles in Greece», η οποία δημοσιεύτηκε στο Current issues in English language teaching and learning. An international perspective (Cambridge Scholars Publishing) το 2010 είναι (α) η διερεύνηση των «στυλ» μάθησης που υιοθετούν οι νεαροί μαθητές και μαθήτριες στην Ελλάδα, και (β) η μελέτη του τρόπου με τον οποίο τα μαθησιακά αυτά στυλ επηρεάζουν την εκμάθηση της αγγλικής ως ξένης γλώσσας.

Για τον σκοπό αυτό σχεδιάστηκε ειδικό ερωτηματολόγιο το οποίο διανεμήθηκε σε 356 μαθητές ηλικίας 10-12 ετών σε 4 δημόσια δημοτικά σχολεία της Β. Ελλάδας. Λαμβάνοντας υπόψη τη μελέτη του Rogoff (1990), σύμφωνα με την οποία το κοινωνικο-οικονομικό επίπεδο επηρεάζει τα μαθησιακά στυλ, επιλέχθηκαν σχολεία από περιοχές διαφορετικού βιοτικού επιπέδου. Τα ερευνητικά ερωτήματα ήταν: (α) εάν η πλειοψηφία των μαθητών υιοθετούν το οπτικό μαθησιακό στυλ, όπως υποστηρίζεται από τη σχετική βιβλιογραφία, (β) εάν τα μαθησιακά στυλ εξελίσσονται καθώς μεγαλώνουν οι μαθητές, (γ) εάν η μεθοδολογία διδασκαλίας λαμβάνει υπόψη της τις προτιμήσεις των μαθητών, και (δ) εάν υπάρχει διαφοροποίηση στο μαθησιακό στυλ μαθητών διαφορετικού κοινωνικο-οικονομικού επιπέδου.

Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι το οπτικό και το κιναισθητικό στυλ μάθησης είναι τα επικρατέστερα στις ηλικίες που μελετήθηκαν. Η σύγκριση των τριών ηλικιακών ομάδων έδειξε ότι οι μεγαλύτεροι μαθητές είναι κυρίως κιναισθητικοί ενώ οι μικρότεροι προτιμούν τα οπτικά ερεθίσματα. Τα αποτελέσματα επίσης δείχνουν ότι οι μαθητές χρησιμοποιούν διαφορετικά στυλ μάθησης για διαφορετικούς σκοπούς μάθησης. Τέλος, τα αποτελέσματα της έρευνας δείχνουν ότι υπάρχουν μεγάλες διαφορές στα στυλ μάθησης που υιοθετούν μαθητές διαφορετικού κοινωνικο-οικονομικού επιπέδου.

Πηγή: Μαρίνα Ματθαιουδάκη (Επίκουρη Καθηγήτρια) – Θωμαή Αλεξίου (Λέκτορας), Τμήμα Αγγλικής Γλώσσας & Φιλολογίας, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης