Η Αγγλική γλώσσα ανήκει στην Ινδοευρωπαϊκή οικογένεια και πιο συγκεκριμένα στο δυτικό Γερμανικό υποκλάδο του Γερμανικού κλάδου. Στην εξελικτική της πορεία έχει δεχθεί έντονες επιρροές τόσο από την Κέλτικη όσο και από τη Λατινική γλώσσα, ενώ μεγάλο μέρος του λεξιλογίου της προέρχεται από τη Γαλλική γλώσσα ως δάνειο με μικρές διαφοροποιήσεις στην ορθογραφία και το νόημα, εξαιτίας της Νορμανδικής κατάκτησης.

Ως σύγχρονη γλώσσα η Αγγλική, αποτελεί τη lingua franca ή αλλιώς κοινή διάλεκτο, διότι χρησιμοποιείται για την επικοινωνία διαφορετικών γλωσσικών κοινοτήτων σε τομείς όπως επιστήμη, πολιτική, διπλωματία, ψυχαγωγία, αεροναυτιλία, ραδιοεπικοινωνία, πληροφορική και διαδίκτυο. Αποτελεί μία από τις συνολικά έξι επίσημες γλώσσες του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών και μία από τις 23 επίσημες γλώσσες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Αφετηρία της τεράστιας εξάπλωσης της Αγγλικής γλώσσας υπήρξε η ίδρυση αποικιών και η πολιτική ισχύς της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, η οποία επέβαλε την αναγνώριση της Αγγλικής γλώσσας σε παγκόσμιο επίπεδο. Σημαντική ήταν επίσης η ανάδειξη των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής (η πλειοψηφία των κατοίκων των οποίων έχει ως μητρική γλώσσα την Αγγλική) σε υπερδύναμη μετά τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο και η επακόλουθη οικονομική και πολιτιστική επιρροή τους παγκοσμίως, με τη βοήθεια και της εξάπλωσης των μέσων ενημέρωσης και του διαδικτύου.

Η γνώση της Αγγλικής έχει καταστεί απαραίτητη σε ένα ευρύ εργασιακό φάσμα, ενώ σε πολλές χώρες, στις οποίες δεν αποτελεί επίσημη γλώσσα, είναι απαραίτητη ως προσόν για την εξεύρεση εργασίας, με αποτέλεσμα πάνω από δυο δισεκατομμύρια άνθρωποι σε όλον τον κόσμο να τη μιλούν, τουλάχιστον στο βασικό της επίπεδο.

Οι έχοντες την Αγγλική ως μητρική γλώσσα ανέρχονται σε περίπου 380 εκατομμύρια. Πρόκειται για τους κάτοικους του Ηνωμένου Βασιλείου, των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, του Καναδά, της Αυστραλίας, της Νέας Ζηλανδίας, της Δημοκρατίας της Ιρλανδίας και της Αγγλόφωνης Καραϊβικής.